δρομολογούμαι

δρομολογούμαι
poner-se en marxa

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δρομολογούμαι — δρομολογούμαι, δρομολογήθηκα, δρομολογημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: δρομολογούμαι : σε μη επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η κλίση (κυρίως του παρατατικού) κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ): δρομολογιόμουν …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”